του Κώστα Μίντζηρα
Ωρα 18:00 της Παρασκευής 13 Αυγούστου ο υπουργός Επικρατείας κήρυξε την έναρξη της δημόσιας διαβούλευσης για περιορισμό της πολυνομίας, κωδικοποίηση / αναμόρφωση της νομοθεσίας παρουσιάζοντας και το νομοσχέδιο. Η όλη διαδικασία θα κρατήσει μέχρι τα μεσάνυχτα της 29 του μηνός.
Η εμπειρία οιουδήποτε (και νομικού) διαβάζει νόμο είναι κοινή. Αναρωτιέται για την ικανότητά του να αντιληφθεί στοιχειωδώς το νόημα των λέξεων. Παράδειγμα: «Οι διατάξεις του ... εδαφίου της παραγράφου... και των παραγράφων ... έως ... του άρθρου ... του νόμου ... (ΦΕΚ ... Α΄), όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο ... εδάφιο ...του άρθρου ... του νόμου ... (ΦΕΚ ... Α΄) κι ισχύουν σήμερα, εφαρμόζονται, ανάλογα, και για δημοσιεύσεις του άρθρου αυτού».
Βασική αρχή στο δίκαιο λέει, πως άγνοια νόμου δεν δικαιολογείται κι αυτονόητος όρος για να ισχύει είναι: οι νόμοι να είναι λίγοι, το αντικείμενό τους ορισμένο, το περιεχόμενο σαφές κι ευσύνοπτο χωρίς άσχετες τροποποιήσεις και προσθήκες. Το φαινόμενο των άσχετων τροπολογιών δεν είναι κάτι νέο. Από το 1911 το Σύνταγμα όριζε: «Αν κατά την τελευταίαν συζήτησιν εγένοντο δεκταί τροπολογίαι, η του συνόλου ψήφισις αναβάλλεται μέχρις ου το ψηφισθέν τυπωθεί και διανεμηθεί, ως ετροπολογήθη» (για να γνωρίζουν, όπως έχει προσφυώς γραφεί, τουλάχιστον οι βουλευτές, τί ψηφίζουν). Η διάταξη δεν είχε αποτέλεσμα και διατυπώθηκε το 1927 πιό αυστηρά: «Ουδεμία προσθήκη εις πρότασιν νόμου ή τροπολογία γίνεται δεκτή, εάν δεν σχετίζεται αμέσως προς το κύριον περιεχόμενον της προτάσεως». Το ισχύον Σύνταγμα αντί να ορίζει ότι η άσχετη διάταξη «δεν γίνεται δεκτή» αναφέρει «δεν εισάγεται για συζήτηση».
Η σωρηδόν ψήφιση άσχετων τροπολογιών, άραγε α) έχει συνέπειες και β) ποιός τις αποφασίζει; Για το πρώτο έχει γίνει πολλή συζήτηση κι έχουν κατά καιρούς τεθεί αυστηρές προτάσεις: από ακυρότητα μόνο των άσχετων διατάξεων έως ακυρότητα συνολικώς του νόμου που τις περιέχει, αλλά δεν υιοθετήθηκαν. Ακόμη, όμως, κι αν γίνονταν δεκτές το ερώτημα παραμένει: τα δικαστήρια μπορούν να ελέγξουν την τήρηση από τη Βουλή της αρχής που ορίζει το Σύνταγμα; Οχι, είναι η απάντηση. ΣτΕ κι Αρειος Πάγος δέχονται ότι έχουν εξουσία να ελέγχουν τη συμφωνία του περιεχομένου του νόμου προς το Σύνταγμα όχι όμως και την τήρηση από τη βουλή της διαδικασίας ψήφισής του.
Η βουλή τώρα: στον κανονισμό της, αφού διατυπώνει επί το ελαστικότερο το άρθρο του συντάγματος, προβλέπει πως αμφισβητήσεις για το εάν τροπολογία σχετίζεται με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου υποβάλλονται από τον αρμόδιο υπουργό ή γραπτώς από 30 βουλευτές κι η απόφαση λαμβάνεται αποκλειστικά με ανάταση ή έγερση (όχι δηλαδή μυστική ή ονομαστική ψηφοφορία). Ετσι η γενική απαγόρευση του Συντάγματος παρακάμπτεται και μετατρέπεται σε απλή εσωτερική διαδικασία της βουλής, που έχει κι άλλον τρόπο να συμμορφώνεται προς το Σύνταγμα: στην επικεφαλίδα του νόμου προσθέτει συχνά τη μόνιμη επωδό «και άλλες διατάξεις», ώστε οι άσχετες τροπολογίες να βρίσκουν μια κάποια (ισχνή) νομιμοποίηση.
Αν η ορθότητα / πληρότητα των νόμων κατά τα κριτήρια του Συντάγματος είναι ένα σοβαρό ζήτημα, ο ρυθμός νομοθετικής παραγωγής δεν στερείται σημασίας. Από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 έως την 17.8.2010 δημοσιεύθηκαν 63 νόμοι. Με τα προεδρικά διατάγματα, τις συμβάσεις, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, πράξεις υπουργικού συμβουλίου κι υπουργικές αποφάσεις θα ξεπερνούν τα 150 κείμενα.
Τί μπορούμε να περιμένουμε από το φιλόδοξο νομοσχέδιο(*); Εάν βρεθούν: α) τα 14 κατάλληλα μέλη των επιτροπών που συστήνει β) οι αναγκαίοι πόροι και εφ'όσον δικαιωθεί η επιλογή για την οριζόντια αρμοδιότητά τους, ίσως σημειωθεί κάποια βελτίωση. Για κάτι περισσότερο, όμως, όπως γνωρίζει ο (και καθηγητής νομικής) υπουργός Επικρατείας, χρειάζεται να αλλάξει ριζικά ο εμβαλωματικός τρόπος που οι κυβερνήσεις νομοθετούν, έχοντας κατά νού ότι και στη νομοθετική πολιτική αντανακλάται πάντα η πολιτική σκέψη - πρόγραμμα διακυβέρνησης μιας χώρας από την πολιτική ηγεσία της (συμπολίτευση κι αντιπολίτευση). Πολύ ακούγεται;
(*) Εκτός από το να μη δεχθεί άσχετες τροπολογίες
Ωρα 18:00 της Παρασκευής 13 Αυγούστου ο υπουργός Επικρατείας κήρυξε την έναρξη της δημόσιας διαβούλευσης για περιορισμό της πολυνομίας, κωδικοποίηση / αναμόρφωση της νομοθεσίας παρουσιάζοντας και το νομοσχέδιο. Η όλη διαδικασία θα κρατήσει μέχρι τα μεσάνυχτα της 29 του μηνός.
Η εμπειρία οιουδήποτε (και νομικού) διαβάζει νόμο είναι κοινή. Αναρωτιέται για την ικανότητά του να αντιληφθεί στοιχειωδώς το νόημα των λέξεων. Παράδειγμα: «Οι διατάξεις του ... εδαφίου της παραγράφου... και των παραγράφων ... έως ... του άρθρου ... του νόμου ... (ΦΕΚ ... Α΄), όπως τροποποιήθηκαν με την παράγραφο ... εδάφιο ...του άρθρου ... του νόμου ... (ΦΕΚ ... Α΄) κι ισχύουν σήμερα, εφαρμόζονται, ανάλογα, και για δημοσιεύσεις του άρθρου αυτού».
Βασική αρχή στο δίκαιο λέει, πως άγνοια νόμου δεν δικαιολογείται κι αυτονόητος όρος για να ισχύει είναι: οι νόμοι να είναι λίγοι, το αντικείμενό τους ορισμένο, το περιεχόμενο σαφές κι ευσύνοπτο χωρίς άσχετες τροποποιήσεις και προσθήκες. Το φαινόμενο των άσχετων τροπολογιών δεν είναι κάτι νέο. Από το 1911 το Σύνταγμα όριζε: «Αν κατά την τελευταίαν συζήτησιν εγένοντο δεκταί τροπολογίαι, η του συνόλου ψήφισις αναβάλλεται μέχρις ου το ψηφισθέν τυπωθεί και διανεμηθεί, ως ετροπολογήθη» (για να γνωρίζουν, όπως έχει προσφυώς γραφεί, τουλάχιστον οι βουλευτές, τί ψηφίζουν). Η διάταξη δεν είχε αποτέλεσμα και διατυπώθηκε το 1927 πιό αυστηρά: «Ουδεμία προσθήκη εις πρότασιν νόμου ή τροπολογία γίνεται δεκτή, εάν δεν σχετίζεται αμέσως προς το κύριον περιεχόμενον της προτάσεως». Το ισχύον Σύνταγμα αντί να ορίζει ότι η άσχετη διάταξη «δεν γίνεται δεκτή» αναφέρει «δεν εισάγεται για συζήτηση».
Η σωρηδόν ψήφιση άσχετων τροπολογιών, άραγε α) έχει συνέπειες και β) ποιός τις αποφασίζει; Για το πρώτο έχει γίνει πολλή συζήτηση κι έχουν κατά καιρούς τεθεί αυστηρές προτάσεις: από ακυρότητα μόνο των άσχετων διατάξεων έως ακυρότητα συνολικώς του νόμου που τις περιέχει, αλλά δεν υιοθετήθηκαν. Ακόμη, όμως, κι αν γίνονταν δεκτές το ερώτημα παραμένει: τα δικαστήρια μπορούν να ελέγξουν την τήρηση από τη Βουλή της αρχής που ορίζει το Σύνταγμα; Οχι, είναι η απάντηση. ΣτΕ κι Αρειος Πάγος δέχονται ότι έχουν εξουσία να ελέγχουν τη συμφωνία του περιεχομένου του νόμου προς το Σύνταγμα όχι όμως και την τήρηση από τη βουλή της διαδικασίας ψήφισής του.
Η βουλή τώρα: στον κανονισμό της, αφού διατυπώνει επί το ελαστικότερο το άρθρο του συντάγματος, προβλέπει πως αμφισβητήσεις για το εάν τροπολογία σχετίζεται με το κύριο αντικείμενο του νομοσχεδίου υποβάλλονται από τον αρμόδιο υπουργό ή γραπτώς από 30 βουλευτές κι η απόφαση λαμβάνεται αποκλειστικά με ανάταση ή έγερση (όχι δηλαδή μυστική ή ονομαστική ψηφοφορία). Ετσι η γενική απαγόρευση του Συντάγματος παρακάμπτεται και μετατρέπεται σε απλή εσωτερική διαδικασία της βουλής, που έχει κι άλλον τρόπο να συμμορφώνεται προς το Σύνταγμα: στην επικεφαλίδα του νόμου προσθέτει συχνά τη μόνιμη επωδό «και άλλες διατάξεις», ώστε οι άσχετες τροπολογίες να βρίσκουν μια κάποια (ισχνή) νομιμοποίηση.
Αν η ορθότητα / πληρότητα των νόμων κατά τα κριτήρια του Συντάγματος είναι ένα σοβαρό ζήτημα, ο ρυθμός νομοθετικής παραγωγής δεν στερείται σημασίας. Από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 έως την 17.8.2010 δημοσιεύθηκαν 63 νόμοι. Με τα προεδρικά διατάγματα, τις συμβάσεις, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, πράξεις υπουργικού συμβουλίου κι υπουργικές αποφάσεις θα ξεπερνούν τα 150 κείμενα.
Τί μπορούμε να περιμένουμε από το φιλόδοξο νομοσχέδιο(*); Εάν βρεθούν: α) τα 14 κατάλληλα μέλη των επιτροπών που συστήνει β) οι αναγκαίοι πόροι και εφ'όσον δικαιωθεί η επιλογή για την οριζόντια αρμοδιότητά τους, ίσως σημειωθεί κάποια βελτίωση. Για κάτι περισσότερο, όμως, όπως γνωρίζει ο (και καθηγητής νομικής) υπουργός Επικρατείας, χρειάζεται να αλλάξει ριζικά ο εμβαλωματικός τρόπος που οι κυβερνήσεις νομοθετούν, έχοντας κατά νού ότι και στη νομοθετική πολιτική αντανακλάται πάντα η πολιτική σκέψη - πρόγραμμα διακυβέρνησης μιας χώρας από την πολιτική ηγεσία της (συμπολίτευση κι αντιπολίτευση). Πολύ ακούγεται;
(*) Εκτός από το να μη δεχθεί άσχετες τροπολογίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου